- πρόχειρα
- Νεπίρρ. βλ. πρόχειρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόχειρα — επίρρ. τροπ., με προχειρότητα, χωρίς μελέτη ή προετοιμασία: Όλα τα αντιμετωπίζεις πρόχειρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόχειρα — πρόχειρον crutch neut nom/voc/acc pl πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχειρ' — πρόχειρα , πρόχειρον crutch neut nom/voc/acc pl πρόχειρα , πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc pl πρόχειρε , πρόχειρος at hand masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακιδογραφήματα — Πρόχειρα χαραγμένες επιγραφές πάνω σε τοίχους, κολόνες ή άλλα σημεία αρχαιολογικών μνημείων. Λέγονται και επιγραφήματαχαράγματα. Ο πρώτος που παρατήρησε α. στις κολόνες του Παρθενώνα, ήταν ο αρχαιολόγος Κ. Πιττάκης. Α. με ποικίλο περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… … Dictionary of Greek
καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… … Dictionary of Greek
μπουρδουκλώνω — 1. μπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω 2. τακτοποιώ πρόχειρα μια υπόθεση, κάνω κάτι πρόχειρα και βιαστικά, χωρίς προσοχή 3. μέσ. μπουρδουκλώνομαι πεδικλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουρδουκλώνω και μπουρκλώνομαι < μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι <… … Dictionary of Greek
σχέδιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ναυβολίδη Ιφίτου και της Ιππολύτης. Πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο επικεφαλής (μαζί με τον αδελφό του Επίστροφο) των Φωκέων. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα σε μάχη γύρω από το πτώμα του Πάτροκλου. Όπως αναφέρει ο Στράβωνας,… … Dictionary of Greek